αγριόχορτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριόχορτο τα αγριόχορτα
      γενική του αγριόχορτου των αγριόχορτων
    αιτιατική το αγριόχορτο τα αγριόχορτα
     κλητική αγριόχορτο αγριόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριόχορτο < αγριό- + -χορτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριόχορτο ουδέτερο

  1. (βοτανική): άγριο χόρτο που φυτρώνει μόνο του στη φύση, χωρίς να το έχει καλλιεργήσει ο άνθρωπος
  2. το ζιζάνιο
  3. βρώσιμο χορταρικό γνωστό και ως στριφτούλι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]