αγόρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγόρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγόρι τα αγόρια
      γενική του αγοριού των αγοριών
    αιτιατική το αγόρι τα αγόρια
     κλητική αγόρι αγόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγόρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγόρι(ν) / ἀγούριν < ελληνιστική κοινή ἄγωρος < αρχαία ελληνική ἄωρος με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ][1] < ἀ- + ὥρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yōr-ā < *yēr / "*yeh₁r- (έτος, εποχή). Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη, ακολουθείται ετυμολογική γραφή (από το «ἄγωρος») με ωμέγα: αγώρι[2][3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɣo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γό‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγόρι ουδέτερο

  1. το παιδί αρσενικού γένους
     συνώνυμα: παιδί
  2. ο σύντροφος
     συνώνυμα: αγαπητικός, σύντροφος
  3. ο σερβιτόρος ή ο καμαριέρης
     συνώνυμα: γκαρσόν, γκαρσόνι

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αγόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Κατά το Νίκο Σαραντάκο, η σύγχρονη επιλογή της γραφής με ωμέγα είναι εξωφρενική. Βλ. «Ο τρόμος για την απλοποίηση και για τις αλλαγές της ορθογραφίας», sarantakos.wordpress.com (17 Μαρτίου 2017)· πρόσβαση: 2020-12-09.