αζήτητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αζήτητα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αζήτητος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αζήτητα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. αυτά που κανείς δεν τα ζήτησε, δεν τα χρειάστηκε, δεν τα επιθύμησε
  2. απωλεσθέντα αντικείμενα που μένουν σε κάποια αποθήκη χωρίς κανείς να τα ζητήσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]