αηδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αηδιάζω < αηδία

Ρήμα[επεξεργασία]

αηδιάζω

  1. νιώθω αηδία
    αηδίασα από το θέαμα της στοίβας σκουπιδιών στο δρόμο
  2. προκαλώ αηδία σε άλλον
    αηδίασε τον κόσμο ο πολιτικός με την λαϊκιστική ρητορική του

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]