αθέρμαντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθέρμαντος η αθέρμαντη το αθέρμαντο
      γενική του αθέρμαντου της αθέρμαντης του αθέρμαντου
    αιτιατική τον αθέρμαντο την αθέρμαντη το αθέρμαντο
     κλητική αθέρμαντε αθέρμαντη αθέρμαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθέρμαντοι οι αθέρμαντες τα αθέρμαντα
      γενική των αθέρμαντων των αθέρμαντων των αθέρμαντων
    αιτιατική τους αθέρμαντους τις αθέρμαντες τα αθέρμαντα
     κλητική αθέρμαντοι αθέρμαντες αθέρμαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθέρμαντος < α- + θερμαίνω + -τοςα- + αρχαία ελληνική θερμαντός)

Επίθετο[επεξεργασία]

αθέρμαντος

  1. που δεν θερμαίνεται
  2. που δεν μπορεί να θερμανθεί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]