ἀθήρ
(Ανακατεύθυνση από αθήρ)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀ˘θηρ- ἀ˘θερ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀθήρ | οἱ | ἀθέρες | |
γενική | τοῦ | ἀθέρος | τῶν | ἀθέρων | |
δοτική | τῷ | ἀθέρῐ | τοῖς | ἀθέρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἀθέρᾰ | τοὺς | ἀθέρᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀθήρ | ἀθέρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀθέρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀθέροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀθήρ' όπως «ἀθήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀθήρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀθήρ αρσενικό
- το άγανο του σταχυού
- το ίδιο το στάχυ
- το άγανο του σταριού
- ο φλοιός του σταριού
- το άχυρο
- η αιχμή του ακοντίου
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀθήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀθήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἀθήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀθήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀθήρ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)