αθεάτριστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθεάτριστος η αθεάτριστη το αθεάτριστο
      γενική του αθεάτριστου της αθεάτριστης του αθεάτριστου
    αιτιατική τον αθεάτριστο την αθεάτριστη το αθεάτριστο
     κλητική αθεάτριστε αθεάτριστη αθεάτριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθεάτριστοι οι αθεάτριστες τα αθεάτριστα
      γενική των αθεάτριστων των αθεάτριστων των αθεάτριστων
    αιτιατική τους αθεάτριστους τις αθεάτριστες τα αθεάτριστα
     κλητική αθεάτριστοι αθεάτριστες αθεάτριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθεάτριστος < α- + θεατρίζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αθεάτριστος, -η, -ο

  1. που δεν πηγαίνει (συχνά) στο θέατρο
  2. που δε γνωρίζει τα σχετικά με το θέατρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]