αιγαιοπελαγίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιγαιοπελαγίτικος < Αιγαιοπελαγίτης + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
αιγαιοπελαγίτικος, -η, -ο
- που αναφέρεται στο Αιγαίο Πέλαγος, τα νησιά του και τους κατοίκους τους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αιγαιακός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιγαιοπελαγίτικος
|