αιμάτινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμάτινος < αρχαία ελληνική αἱμάτινος
Επίθετο[επεξεργασία]
αιμάτινος,η,ο
- από αίμα, π.χ. σταγόνα, κηλίδα
- στο χρώμα του αίματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμάτινος
|