αιματόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιματόμετρο < γαλλική hématomètre < αρχαία ελληνική αἷμα + αρχαία ελληνική μέτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιματόμετρο ουδέτερο
- συσκευή για τη μέτρηση του αιματοκρίτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιματόμετρο