αιμόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αιμόφιλος, -η, -ο
- Κατηγορία βακτηριδίων
- αιμόφιλος της ινφλουέντζας
- αιμόφιλος της γρίπης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμόφιλος