ακρίβεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν η προφορά με συνίζηση θεωρείται λαϊκότροπη. Πόσο συχνή είναι η εκφορά χωρίς συνίζηση για τη σημασία «ακριβός»; Sarri.greek 05:26, 17 Ιούνιος 2021 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρίβεια οι ακρίβειες
      γενική της ακρίβειας
    αιτιατική την ακρίβεια τις ακρίβειες
     κλητική ακρίβεια ακρίβειες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ακρίβεια,σημασία «ακριβός» < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκρίβεια, ελληνιστική σημασία: αυστηρή οικονομία. Η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική. [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈkɾi.vʝa/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρί‐βεια
ΔΦΑ : /aˈkɾi.vi.a/ (και χωρίς συνίζηση) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρί‐βει‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακρίβεια θηλυκό

  • η ιδιότητα του «ακριβός»: το να πουλιούνται προϊόντα ή να παρέχονται υπηρεσίες πολύ ακριβά, με μεγάλο κόστος
    έπεσε μεγάλη ακρίβεια και δε θα τα φέρω βόλα (προφορά με συνίζηση)
    υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στην αγορά (προφορά με συνίζηση ή χωρίς συνίζηση)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • άλλες γραφές [2]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρίβεια οι ακρίβειες
      γενική της ακρίβειας
ακριβείας
των ακριβειών
    αιτιατική την ακρίβεια τις ακρίβειες
     κλητική ακρίβεια ακρίβειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ακρίβεια, σημασία «ακριβής» < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρίβεια < ἀκριβής[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈkɾi.vi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρί‐βει‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακρίβεια θηλυκό

  • η ιδιότητα του «ακριβής»
    1. (για μέτρηση) που είναι ακριβής και δεν αποκλίνει από την πραγματική
      το συνηθισμένο, σπαστό, ξύλινο μέτρο του μαραγκού έχει ακρίβεια μισού χιλιοστού αφού οι ενδείξεις του είναι ανά χιλιοστό
       αντώνυμα: κατά προσέγγιση
    2. που είναι χωρίς [ατέλεια|ατέλειες]], χωρίς σφάλμα
      ο ταχυδακτυλουργός κινεί τα δάχτυλά του με ταχύτητα και ακρίβεια.
    3. η αξιοπιστία
      Ο λόγος του διακρίνεται πάντα για την ακρίβειά του. Ποτέ δεν προτείνει κάτι ατεκμηρίωτο.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • για την ακρίβεια: χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δώσουμε πιο λεπτομερείς πληροφορίες για το αντικείμενο που αναφερόμαστε, ακριβέστερα
  • μαθηματική ακρίβεια: σαν να έχουν γίνει μαθηματικοί υπολογισμοί για να επιτευχθεί, πάρα πολύ μεγάλη ακρίβεια και, μάλιστα, αξιόπιστη
  • ρολόι ακριβείας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 ακρίβεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «ακρίβια» στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    αλλά «ακρίβεια» στο λήμμα «ακριβής» στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.