αλαφρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλαφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλαφρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αλαφρωμένος, -η, -ο
- του οποίου το βάρος έχει ελαττωθεί
- (μεταφορικά) που έχει ανακουφιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλαφρωμένος
|