αλβανόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλβανόπουλο τα αλβανόπουλα
      γενική του αλβανόπουλου των αλβανόπουλων
    αιτιατική το αλβανόπουλο τα αλβανόπουλα
     κλητική αλβανόπουλο αλβανόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλβανόπουλο < Αλβαν(ός) + -όπουλο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /al.vaˈno.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐βα‐νό‐που‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλβανόπουλο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]