αμφιταλαντευόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφιταλαντευόμενος: μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αμφιταλαντεύομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɱ.fi.ta.lan.deˈvo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φι‐τα‐λα‐ντευ‐ό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αμφιταλαντευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- που αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο αντίθετων γνωμών, αποφάσεων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμφιταλαντευόμενος