αναβαπτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναβαπτίζω < (ελληνιστική κοινήἀναβαπτίζω (βουλιάζω) < ἀνά + βαπτίζω (βυθίζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

αναβαπτίζω

  1. (κυριολεκτικά) βαπτίζω ξανά, εκ νέου
  2. (μεταφορικά) ανανεώνω (σε πνευματικό επίπεδο), ανακαθαίρω, ανακαινίζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]