αναβολικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναβολικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναβολικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναβολικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που χορηγείται για την αναβολική του δράση στον μεταβολισμό των πρωτεϊνών και χρησιμοποιείται συνήθως για την βελτίωση των αθλητικών επιδόσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναβολικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναβολικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναβολικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναβολικός