αναδομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναδομώ < αναδόμηση + (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + δόμηση < (ελληνιστική κοινήδόμησις < δέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *demh₂- (χτίζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

αναδομώ

  1. ξαναχτίζω, ανοικοδομώ
  2. αλλάζω τη συγκρότηση, τη δομή
     συνώνυμα: αναδιαρθρώνω, ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]