αναμπουμπούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναμπουμπούλα | οι | αναμπουμπούλες |
γενική | της | αναμπουμπούλας | — | |
αιτιατική | την | αναμπουμπούλα | τις | αναμπουμπούλες |
κλητική | αναμπουμπούλα | αναμπουμπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναμπουμπούλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναμπουμπούλα θηλυκό
- κατάσταση μεγάλης αναταραχής, αναστάτωσης και συνήθως πολύ θορυβώδης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
- ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται: όταν παρουσιάζεται μια ανώμαλη κατάσταση συνήθως παρουσιάζονται και επιτήδειοι που την εκμεταλλεύονται για προσωπικό όφελος (χρησιμοποιείται με διαφορετικό τονισμό ή σειρά των λέξεων για να τονίσει είτε το πόσο επικίνδυνη είναι η κατάσταση είτε ότι κάποιο άτομο εκμεταλλεύεται την κατάσταση)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναμπουμπούλα