ανανάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανανάς οι ανανάδες
      γενική του ανανά των ανανάδων
    αιτιατική τον ανανά τους ανανάδες
     κλητική ανανά ανανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανανάς κομμένος στα δύο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανανάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική ananas < τούπι nanas (καλό φρούτο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανανάς αρσενικό

  1. (φυτό) τροπικό φυτό καταγόμενο από την Νότια Αμερική
  2. (φρούτο) ο καρπός αυτού του φυτού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]