ανανεώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανανεώσιμος < ανανεώνω + -σιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανανεώσιμος -η -ο
- που μπορεί να ανανεωθεί (λέγεται ειδικά για φυσικούς πόρους)
- η έρευνα για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μας βοηθήσει να κόψουμε την εξάρτηση από το πετρέλαιο