αναπτυγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.ptiɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πτυγ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αναπτυγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναπτύσσω