ανατροφοδοτημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατροφοδοτημένος η ανατροφοδοτημένη το ανατροφοδοτημένο
      γενική του ανατροφοδοτημένου της ανατροφοδοτημένης του ανατροφοδοτημένου
    αιτιατική τον ανατροφοδοτημένο την ανατροφοδοτημένη το ανατροφοδοτημένο
     κλητική ανατροφοδοτημένε ανατροφοδοτημένη ανατροφοδοτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατροφοδοτημένοι οι ανατροφοδοτημένες τα ανατροφοδοτημένα
      γενική των ανατροφοδοτημένων των ανατροφοδοτημένων των ανατροφοδοτημένων
    αιτιατική τους ανατροφοδοτημένους τις ανατροφοδοτημένες τα ανατροφοδοτημένα
     κλητική ανατροφοδοτημένοι ανατροφοδοτημένες ανατροφοδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανατροφοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανατροφοδοτώ

Μετοχή[επεξεργασία]

ανατροφοδοτημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανατροφοδοτώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]