ανατροφοδοτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατροφοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανατροφοδοτώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ανατροφοδοτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανατροφοδοτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατροφοδοτημένος
|