ανεπαίσθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπαίσθητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπαίσθητος < ἀν- στερητικό + ἐπαισθάνομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπαίσθητος, -η, -ο
- που γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων σε πολύ μικρό βαθμό ή με μεγάλη δυσκολία ή και καθόλου, ελαφρύς/ελαφρός
- ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα
- ένα ανεπαίσθητο' αεράκι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπαίσθητος