αντιδραστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιδραστήρας < αντιδρώ + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reactor)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.di.ðɾaˈsti.ɾas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιδραστήρας αρσενικό
- η συσκευή με την οποία προκαλείται χημική αντίδραση, ενίοτε ραδιενεργών στοιχείων