αντικαταθλιπτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικαταθλιπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντικαταθλιπτικός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικαταθλιπτικό ουδέτερο
- φάρμακο που δρα εναντίον της κατάθλιψης
- η ομάδα αντικαταθλιπτικών φαρμάκων
- πήρα ένα αντικαταθλιπτικό και βλέπω τη ζωή με αισιοδοξία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικαταθλιπτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντικαταθλιπτικό
- αιτιατική ενικού του αντικαταθλιπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντικαταθλιπτικός