αντικαταθλιπτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντικαταθλιπτικό τα αντικαταθλιπτικά
      γενική του αντικαταθλιπτικού των αντικαταθλιπτικών
    αιτιατική το αντικαταθλιπτικό τα αντικαταθλιπτικά
     κλητική αντικαταθλιπτικό αντικαταθλιπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντικαταθλιπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντικαταθλιπτικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.di.ka.ta.θli.ptiˈko/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντικαταθλιπτικό ουδέτερο

  • φάρμακο που δρα εναντίον της κατάθλιψης
    η ομάδα αντικαταθλιπτικών φαρμάκων
    πήρα ένα αντικαταθλιπτικό και βλέπω τη ζωή με αισιοδοξία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αντικαταθλιπτικό