αντιστοιχισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιστοιχισμένος η αντιστοιχισμένη το αντιστοιχισμένο
      γενική του αντιστοιχισμένου της αντιστοιχισμένης του αντιστοιχισμένου
    αιτιατική τον αντιστοιχισμένο την αντιστοιχισμένη το αντιστοιχισμένο
     κλητική αντιστοιχισμένε αντιστοιχισμένη αντιστοιχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιστοιχισμένοι οι αντιστοιχισμένες τα αντιστοιχισμένα
      γενική των αντιστοιχισμένων των αντιστοιχισμένων των αντιστοιχισμένων
    αιτιατική τους αντιστοιχισμένους τις αντιστοιχισμένες τα αντιστοιχισμένα
     κλητική αντιστοιχισμένοι αντιστοιχισμένες αντιστοιχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιστοιχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντιστοιχίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

αντιστοιχισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αντιστοιχίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]