αντραλισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντραλισμένος η αντραλισμένη το αντραλισμένο
      γενική του αντραλισμένου της αντραλισμένης του αντραλισμένου
    αιτιατική τον αντραλισμένο την αντραλισμένη το αντραλισμένο
     κλητική αντραλισμένε αντραλισμένη αντραλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντραλισμένοι οι αντραλισμένες τα αντραλισμένα
      γενική των αντραλισμένων των αντραλισμένων των αντραλισμένων
    αιτιατική τους αντραλισμένους τις αντραλισμένες τα αντραλισμένα
     κλητική αντραλισμένοι αντραλισμένες αντραλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αντραλισμένος





Μεταφράσεις[επεξεργασία]