ανυπόστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυπόστατος < (ελληνιστική κοινή) ἀνυπόστατος < α στερητικό και ὑφίστημι ή από το ιωνικό ὑπίστημι
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυπόστατος
- που δεν έχει υπόσταση, είναι ανύπαρκτος, είναι ψευδής, είναι αναληθής
- που είναι αβάσιμος, αστήριχτος, δεν ευσταθεί, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί (συνήθως για άψυχα και για έννοιες όπως η πληροφορία, το ψέμα, τα στοιχεία)
- Αυτά είναι ανυπόστατα ψεύδη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυπόστατος