αξιολάτρευτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιολάτρευτα < αξιολάτρευτος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξιολάτρευτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιολάτρευτα
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξιολάτρευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξιολάτρευτος