αξιολύπητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιολύπητος η αξιολύπητη το αξιολύπητο
      γενική του αξιολύπητου της αξιολύπητης του αξιολύπητου
    αιτιατική τον αξιολύπητο την αξιολύπητη το αξιολύπητο
     κλητική αξιολύπητε αξιολύπητη αξιολύπητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιολύπητοι οι αξιολύπητες τα αξιολύπητα
      γενική των αξιολύπητων των αξιολύπητων των αξιολύπητων
    αιτιατική τους αξιολύπητους τις αξιολύπητες τα αξιολύπητα
     κλητική αξιολύπητοι αξιολύπητες αξιολύπητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξιολύπητος < αξιο- + λύπη + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αξιολύπητος

  1. που είναι άξιος της λύπης μας, που βρίσκεται σε μια κατάσταση που προκαλεί τη συμπόνια μας
  2. που προκαλεί την περιφρόνηση λόγω της ανεπάρκειάς του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]