αξιοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιοποίηση οι αξιοποιήσεις
      γενική της αξιοποίησης* των αξιοποιήσεων
    αιτιατική την αξιοποίηση τις αξιοποιήσεις
     κλητική αξιοποίηση αξιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αξιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξιοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αξιοποίηση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιοποιώ
  2. η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που μου παρέχει κάτι, έτσι ώστε να φτάσει στο υψηλότερο σημείο της απόδοσής του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]