αξιοπρόσεχτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοπρόσεχτος η αξιοπρόσεχτη το αξιοπρόσεχτο
      γενική του αξιοπρόσεχτου της αξιοπρόσεχτης του αξιοπρόσεχτου
    αιτιατική τον αξιοπρόσεχτο την αξιοπρόσεχτη το αξιοπρόσεχτο
     κλητική αξιοπρόσεχτε αξιοπρόσεχτη αξιοπρόσεχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοπρόσεχτοι οι αξιοπρόσεχτες τα αξιοπρόσεχτα
      γενική των αξιοπρόσεχτων των αξιοπρόσεχτων των αξιοπρόσεχτων
    αιτιατική τους αξιοπρόσεχτους τις αξιοπρόσεχτες τα αξιοπρόσεχτα
     κλητική αξιοπρόσεχτοι αξιοπρόσεχτες αξιοπρόσεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξιοπρόσεχτος < αξιοπρόσεκτος με τροπή [kt] > [xt]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ksi.oˈpɾo.se.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξι‐ο‐πρό‐σε‐χτος

Επίθετο[επεξεργασία]

αξιοπρόσεχτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]