απαγχονισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαγχονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαγχονίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
απαγχονισμένος, -η, -ο
- που έχει απαγχονιστεί, που έχει κρεμαστεί