απαριθμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαριθμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαριθμώ
Μετοχή[επεξεργασία]
απαριθμημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απαριθμώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαριθμημένος
|