απευθυσμένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απευθυσμένο < ελληνιστική κοινή ἀπευθυσμένον (ἔντερον < αρχαία ελληνική ἀπευθύνω < εὐθύνω < εὐθύς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pe.fθiˈsme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πευ‐θυ‐σμέ‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απευθυσμένο ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απευθυσμένο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)