αποδοχές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδοχές < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική recouvrement
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποδοχές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- τα είδη που λαμβάνει κανείς ως αντάλλαγμα για μία υπηρεσία που προσφέρει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αποδοχές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδοχή