αποκοιμιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκοιμιέμαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀποκοιμοῦμαι, ἀποκοιμάομαι-ῶμαι + -ιέμαι < ἀπό + κοιμῶμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.ciˈmɲe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κοι‐μιέ‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκοιμιέμαι/αποκοιμάμαι/αποκοιμούμαι, π.αόρ.: αποκοιμήθηκα, μτχ.π.π.: αποκοιμισμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. περνώ στην κατάσταση του ύπνου
     συνώνυμα: ναρκώνομαι, κοιμάμαι, με παίρνει ο ύπνος
    ※  Δεν πρόλαβε να οριζοντιωθεί κι αποκοιμήθηκε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  2. (συνεκδοχικά) σταματώ να ζω
     συνώνυμα: πεθαίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κοιμίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Η μετοχή αποκοιμισμένος, όπως στο αποκοιμίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]