απόληψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόληψη οι απολήψεις
      γενική της απόληψης* των απολήψεων
    αιτιατική την απόληψη τις απολήψεις
     κλητική απόληψη απολήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόληψη < ελληνιστική κοινή ἀπόληψις < αρχαία ελληνική ἀπολαμβάνω < λαμβάνω (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική recovery[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απόληψη θηλυκό

  1. η είσπραξη ενός μέρους απ’ το οφειλόμενο ποσό ή από το ποσό που έχει κάποιος σε ένα πιστωτικό ίδρυμα
  2. η λήψη ενός υλικού από κάποιο σωρό, μείγμα, κράμα ή πέτρωμα, μετά από σχετική επεξεργασία
    ※  Σύμφωνα πάντα με την καταγγελία, το συμπύκνωμα πυριτών Ολυμπιάδας που αποθηκεύεται στη ΒΙ.ΠΕ. Σίνδου δηλώνεται ως «πρώτη ύλη για την παραγωγή διοξειδίου του θείου και θειικού οξέος» και αποκρύπτεται ότι εμπεριέχει χρυσό και άργυρο σε σημαντικές περιεκτικότητες και αποστέλλεται σε μεταλλουργίες της Κίνας για την απόληψη των πολύτιμων μετάλλων. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. απόληψηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)