ατελέσφορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀτελεσφόρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατελέσφορος η ατελέσφορη το ατελέσφορο
      γενική του ατελέσφορου της ατελέσφορης του ατελέσφορου
    αιτιατική τον ατελέσφορο την ατελέσφορη το ατελέσφορο
     κλητική ατελέσφορε ατελέσφορη ατελέσφορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατελέσφοροι οι ατελέσφορες τα ατελέσφορα
      γενική των ατελέσφορων των ατελέσφορων των ατελέσφορων
    αιτιατική τους ατελέσφορους τις ατελέσφορες τα ατελέσφορα
     κλητική ατελέσφοροι ατελέσφορες ατελέσφορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατελέσφορος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀτελεσφόρος[1] < ἀ- + τελεσφόρος < τέλος + -φορος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.teˈle.sfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τε‐λέ‐σφο‐ρος

Επίθετο[επεξεργασία]

ατελέσφορος, -η, -ο

  • χωρίς αποτέλεσμα, που δεν έχει πετύχει το σκοπό του
    ※  Το πρόβλημα είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση προσέρχεται σε αυτές τις δύσκολες συζητήσεις χωρίς σαφές πρόγραμμα, δίνοντας την εντύπωση ότι θα το διαμορφώσει με βάση τις αντιδράσεις, ακολουθώντας δηλαδή μια ατελέσφορη διαπραγματευτική τακτική με τον πρόσθετο κίνδυνο να χάσει στην πορεία και αυτούς που θέλει να εκπροσωπεί (* εφημερίδα Αυγή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις τέλος και φέρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]