αυξάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐξάνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυξάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐξάνω < αὔξω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewg- < *h₂ueg-[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /afˈksa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐ξά‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

αυξάνω, αόρ.: αύξησα, παθ.φωνή: αυξάνομαι, μτχ.π.ε.: αυξανόμενος, π.αόρ.: αυξήθηκα, μτχ.π.π.: αυξημένος/{ηυξημένος}

  1. μεγαλώνω την ποσότητα]
    Τα κέρδη αυξάνονται όταν μειώνεται το κόστος.
     αντώνυμα: ελαττώνω
  2. μεγαλώνω το πλάτος
     συνώνυμα: πλαταίνω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

ιδιωματικά ή λογοτεχνικά:

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
αυξ- 

Κλίση[επεξεργασία]

και λόγια μετοχή αύξων, αύξουσα, αύξον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.