αφαίμαξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφαίμαξη | οι | αφαιμάξεις |
γενική | της | αφαίμαξης* | των | αφαιμάξεων |
αιτιατική | την | αφαίμαξη | τις | αφαιμάξεις |
κλητική | αφαίμαξη | αφαιμάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφαιμάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφαίμαξη < (ελληνιστική κοινή) ἀφαίμαξις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφαίμαξη θηλυκό
- (ιατρική) παραδοσιακή πρακτική κατά την οποία γίνεται τομή σε μία φλέβα του αρρώστου και αφήνεται να αιμορραγήσει για λίγο, με σκοπό να φύγει το "κακό" αίμα
- ένα δημοφιλές μέσο αφαίμαξης ήταν και οι βδέλλες
- η εκβιαστική εκμετάλλευση ενός πόρου που οδηγεί σε εξάντλησή του
- τα φορολογικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν θα οδηγήσουν σε νέα αφαίμαξη των εργαζομένων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατρική πρακτική