αφεύκτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφεύκτως < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀφεύκτως
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈfef.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φεύ‐κτως
Επίρρημα[επεξεργασία]
αφεύκτως
- (λόγιο) άλλη μορφή του άφευκτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφεύκτως
|