αφηνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφηνιάζω < αρχαία ελληνική ἀφηνιάζω < αφ- (< από) + ἡνία

Ρήμα[επεξεργασία]

αφηνιάζω

  1. για άλογο, όταν γίνεται ανεξέλεγκτο και δεν υπακούσει στα ηνία
  2. για άνθρωπο όταν λειτουργεί παράφορα, ξέφρενα, είναι εκτός εαυτού (από θυμό ή από το ποτό σε γλέντι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]