αφηρημένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφηρημένα < αφηρημέν(ος) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

αφηρημένα

  1. με αφηρημένο τρόπο
    ※  Η Ιωάννα, απ' την καρέκλα της, κοίταζε έξω απ' το παράθυρο αφηρημένα. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
  2. χωρίς να είναι συγκεκριμένα
     αντώνυμα: συγκεκριμένα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αφηρημένα