αφθονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀφθονία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφθονία οι αφθονίες
      γενική της αφθονίας των αφθονιών
    αιτιατική την αφθονία τις αφθονίες
     κλητική αφθονία αφθονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφθονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφθονία < ἄφθονος < ἀ- στερητικό + φθόνος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fθoˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φθο‐νί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφθονία θηλυκό

  1. (λόγιο, σπάνιο) η έλλειψη φθόνου
  2. (μεταφορικά) ποσότητα πολύ μεγάλη ή μεγαλύτερη απ' αυτή που χρειάζεται, υπερδιάθεση, υπερεπάρκεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]