αχερώνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχερώνα | οι | αχερώνες |
γενική | της | αχερώνας | των | αχερώνων |
αιτιατική | την | αχερώνα | τις | αχερώνες |
κλητική | αχερώνα | αχερώνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχερώνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχερώνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχερώνα
→ δείτε τη λέξη αχυρώνας |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αχερώνα
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)