αχνοφεγγιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχνοφεγγιά | οι | αχνοφεγγιές |
γενική | της | αχνοφεγγιάς | των | αχνοφεγγιών |
αιτιατική | την | αχνοφεγγιά | τις | αχνοφεγγιές |
κλητική | αχνοφεγγιά | αχνοφεγγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχνοφεγγιά θηλυκό
- το αποτέλεσμα του αχνοφέγγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχνοφεγγιά
|