αχρειολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχρειολογία < αχρειολόγος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχρειολογία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αχρειολόγος, αχρείος και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχρειολογία
|