βέλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βέλο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βέλο τα βέλα
      γενική του βέλου των βέλων
    αιτιατική το βέλο τα βέλα
     κλητική βέλο βέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική velo < λατινική velum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βέλο ουδέτερο

  1. λεπτό διάφανο δικτυωτό κάλυμμα του καπέλου ή/και του προσώπου μιας γυναίκας
    • Ανέβασε όμως το βέλο της πιο απάνω και φάνηκε αποκάτω μελαψό, αφτιασίδωτο το μέτωπο. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Φθινόπωρο)
    • Ἡ ὁδὸς Ἑρμοῦ ἦτο ἔρημος ἀκόμη διαβατῶν· καὶ μόνον οἱ ὑπάλληλοι τῶν πλουσίων τῆς ὁδοῦ ταύτης καταστημάτων, ἀγρυπνήσαντες ὅλην τὴν νύκτα, παρεσκεύαζον τὰ πλούσια κομψοτεχνήματα τῆς Πρωτοχρονιᾶς μὲ προσοχὴν ἐξαιρετικήν, ὡς νὰ ἔστηναν παγίδας νὰ συλλάβωσι κοσσύφους, κ' ἐκάλλυνον ἐν παρατάξει τὰ χρυσόλαμπρα ἀθύρματα ἐντὸς τῶν προθηκῶν, αἵτινες ὁμοιάζουσι μὲ τὰ βέλα πολλῶν κυριῶν, διακοσμοῦντες αὐτὰ οὕτως ὥστε μία ἁπλῆ ἐπιθεώρησις αὐτῶν ν' ἀρχίζῃ ἀπὸ περιέργειαν καὶ νὰ τελειώνῃ εἰς ἴλιγγον, ὁποῦ ὁ ἀγοραστὴς νὰ μὴ γνωρίζῃ τὶ θὰ δώσῃ καὶ τὶ θὰ πάρῃ. (Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Αρφανούλα)
  2. (ειδικότερα) το νυφικό πέπλο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]